Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπίς
λέπισμα
λεπιστός
λέπορις
λέπος
λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
Λέπρεον
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
Λεπτίνης
λεπτίον
View word page
λεπρόομαι
become leprous

ShortDef

become leprous

Debugging

Headword:
λεπρόομαι
Headword (normalized):
λεπρόομαι
Headword (normalized/stripped):
λεπροομαι
IDX:
52561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52562
Key:

Data

{'content': 'become leprous'}