Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λέπιδος
λεπιδωτός
λεπίζω
λέπιον
λεπίς
λέπισμα
λεπιστός
λέπορις
λέπος
λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
Λέπρεον
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
View word page
λεπράω
have or catch leprosy

ShortDef

have or catch leprosy

Debugging

Headword:
λεπράω
Headword (normalized):
λεπράω
Headword (normalized/stripped):
λεπραω
IDX:
52557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52558
Key:

Data

{'content': 'have or catch leprosy'}