Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
λεπιδωτός
λεπίζω
λέπιον
λεπίς
λέπισμα
λεπιστός
λέπορις
λέπος
λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
Λέπρεον
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
View word page
λέπος
rind, husk, scale

ShortDef

rind, husk, scale

Debugging

Headword:
λέπος
Headword (normalized):
λέπος
Headword (normalized/stripped):
λεπος
IDX:
52555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52556
Key:

Data

{'content': 'rind, husk, scale'}