Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπίδιον
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
λεπιδωτός
λεπίζω
λέπιον
λεπίς
λέπισμα
λεπιστός
λέπορις
λέπος
λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
Λέπρεον
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
View word page
λέπορις
hare
ShortDef
hare
Debugging
Headword:
λέπορις
Headword (normalized):
λέπορις
Headword (normalized/stripped):
λεπορις
IDX:
52554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52555
Key:
Data
{'content': 'hare'}