Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπαστή
λεπίδιον
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
λεπιδωτός
λεπίζω
λέπιον
λεπίς
λέπισμα
λεπιστός
λέπορις
λέπος
λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
Λέπρεον
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
View word page
λεπιστός
peeled
ShortDef
peeled
Debugging
Headword:
λεπιστός
Headword (normalized):
λεπιστός
Headword (normalized/stripped):
λεπιστος
IDX:
52553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52554
Key:
Data
{'content': 'peeled'}