Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπάς
λέπασμα
λεπαστή
λεπίδιον
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
λεπιδωτός
λεπίζω
λέπιον
λεπίς
λέπισμα
λεπιστός
λέπορις
λέπος
λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
Λέπρεον
λεπρικός
λεπρόομαι
View word page
λεπίς
a scale, husk
ShortDef
a scale, husk
Debugging
Headword:
λεπίς
Headword (normalized):
λεπίς
Headword (normalized/stripped):
λεπις
IDX:
52551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52552
Key:
Data
{'content': 'a scale, husk'}