Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λέπαργος
λέπας
λεπάς
λέπασμα
λεπαστή
λεπίδιον
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
λεπιδωτός
λεπίζω
λέπιον
λεπίς
λέπισμα
λεπιστός
λέπορις
λέπος
λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
Λέπρεον
View word page
λεπίζω
peel off the husk, skin

ShortDef

peel off the husk, skin

Debugging

Headword:
λεπίζω
Headword (normalized):
λεπίζω
Headword (normalized/stripped):
λεπιζω
IDX:
52549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52550
Key:

Data

{'content': 'peel off the husk, skin'}