Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπαῖος
λέπαργος
λέπας
λεπάς
λέπασμα
λεπαστή
λεπίδιον
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
λεπιδωτός
λεπίζω
λέπιον
λεπίς
λέπισμα
λεπιστός
λέπορις
λέπος
λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
View word page
λεπιδωτός
scaly, covered with scales

ShortDef

scaly, covered with scales

Debugging

Headword:
λεπιδωτός
Headword (normalized):
λεπιδωτός
Headword (normalized/stripped):
λεπιδωτος
IDX:
52548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52549
Key:

Data

{'content': 'scaly, covered with scales'}