Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπαδνιστήρ
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λέπας
λεπάς
λέπασμα
λεπαστή
λεπίδιον
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
λεπιδωτός
λεπίζω
λέπιον
λεπίς
λέπισμα
λεπιστός
λέπορις
λέπος
λέπρα
View word page
λεπιδόομαι
to be covered with scales
ShortDef
to be covered with scales
Debugging
Headword:
λεπιδόομαι
Headword (normalized):
λεπιδόομαι
Headword (normalized/stripped):
λεπιδοομαι
IDX:
52546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52547
Key:
Data
{'content': 'to be covered with scales'}