Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεοντόψυχος
λεοντώδης
λεόπαρδος
λεπαδεύομαι
λεπαδνιστήρ
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λέπας
λεπάς
λέπασμα
λεπαστή
λεπίδιον
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
λεπιδωτός
λεπίζω
λέπιον
λεπίς
λέπισμα
View word page
λέπασμα
coat, skin, membrane

ShortDef

coat, skin, membrane

Debugging

Headword:
λέπασμα
Headword (normalized):
λέπασμα
Headword (normalized/stripped):
λεπασμα
IDX:
52542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52543
Key:

Data

{'content': 'coat, skin, membrane'}