Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
λεόπαρδος
λεπαδεύομαι
λεπαδνιστήρ
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λέπας
λεπάς
λέπασμα
λεπαστή
λεπίδιον
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
λεπιδωτός
λεπίζω
λέπιον
λεπίς
View word page
λεπάς
a limpet

ShortDef

a limpet

Debugging

Headword:
λεπάς
Headword (normalized):
λεπάς
Headword (normalized/stripped):
λεπας
IDX:
52541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52542
Key:

Data

{'content': 'a limpet'}