Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεοντόχλαινος
λεοντόχορτος
λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
λεόπαρδος
λεπαδεύομαι
λεπαδνιστήρ
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λέπας
λεπάς
λέπασμα
λεπαστή
λεπίδιον
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
λεπιδωτός
λεπίζω
View word page
λέπαργος
with white coat

ShortDef

with white coat

Debugging

Headword:
λέπαργος
Headword (normalized):
λέπαργος
Headword (normalized/stripped):
λεπαργος
IDX:
52539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52540
Key:

Data

{'content': 'with white coat'}