Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφιπονέομαι
ἀμφιπορφύρεος
ἀμφιποτάομαι
ἄμφιπποι
ἀμφιπρόστυλος
ἀμφιπρόσωπος
ἀμφίπρυμνος
ἀμφίπρῳρος
ἀμφιπτύσσομαι
ἀμφιπτυχή
ἀμφίπυλος
ἀμφίπυρος
ἀμφιριφές
ἀμφιρρεπής
ἀμφιρρήγνυμι
ἀμφίρροπος
ἀμφιρρώξ
ἀμφίρυτος
Ἀμφιρώ
ἀμφίς
ἀμφισαλεύομαι
View word page
ἀμφίπυλος
with two entrances

ShortDef

with two entrances

Debugging

Headword:
ἀμφίπυλος
Headword (normalized):
ἀμφίπυλος
Headword (normalized/stripped):
αμφιπυλος
IDX:
5253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5254
Key:

Data

{'content': 'with two entrances'}