Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντόχορτος
λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
λεόπαρδος
λεπαδεύομαι
λεπαδνιστήρ
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λέπας
λεπάς
λέπασμα
λεπαστή
λεπίδιον
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
λεπιδωτός
View word page
λεπαῖος
rocky, rugged
ShortDef
rocky, rugged
Debugging
Headword:
λεπαῖος
Headword (normalized):
λεπαῖος
Headword (normalized/stripped):
λεπαιος
IDX:
52538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52539
Key:
Data
{'content': 'rocky, rugged'}