Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντόχορτος
λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
λεόπαρδος
λεπαδεύομαι
λεπαδνιστήρ
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λέπας
λεπάς
λέπασμα
λεπαστή
λεπίδιον
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
Λέπιδος
View word page
λέπαδνον
a broad leather strap

ShortDef

a broad leather strap

Debugging

Headword:
λέπαδνον
Headword (normalized):
λέπαδνον
Headword (normalized/stripped):
λεπαδνον
IDX:
52537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52538
Key:

Data

{'content': 'a broad leather strap'}