Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεοντοτροφία
λεοντοῦχος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντόχορτος
λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
λεόπαρδος
λεπαδεύομαι
λεπαδνιστήρ
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λέπας
λεπάς
λέπασμα
λεπαστή
λεπίδιον
View word page
λεόπαρδος
leopard

ShortDef

leopard

Debugging

Headword:
λεόπαρδος
Headword (normalized):
λεόπαρδος
Headword (normalized/stripped):
λεοπαρδος
IDX:
52534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52535
Key:

Data

{'content': 'leopard'}