Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεοντόπους
λεοντοπρόσωπος
λεοντοτροφία
λεοντοῦχος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντόχορτος
λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
λεόπαρδος
λεπαδεύομαι
λεπαδνιστήρ
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λέπας
λεπάς
λέπασμα
View word page
λεοντόψυχος
lion-hearted
ShortDef
lion-hearted
Debugging
Headword:
λεοντόψυχος
Headword (normalized):
λεοντόψυχος
Headword (normalized/stripped):
λεοντοψυχος
IDX:
52532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52533
Key:
Data
{'content': 'lion-hearted'}