Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεοντοπέταλον
λεοντόπους
λεοντοπρόσωπος
λεοντοτροφία
λεοντοῦχος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντόχορτος
λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
λεόπαρδος
λεπαδεύομαι
λεπαδνιστήρ
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λέπας
λεπάς
View word page
λεοντόχρους
lion-coloured
ShortDef
lion-coloured
Debugging
Headword:
λεοντόχρους
Headword (normalized):
λεοντόχρους
Headword (normalized/stripped):
λεοντοχρους
IDX:
52531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52532
Key:
Data
{'content': 'lion-coloured'}