Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεοντόμορφος
λεοντομύρμηξ
λεοντοπέταλον
λεοντόπους
λεοντοπρόσωπος
λεοντοτροφία
λεοντοῦχος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντόχορτος
λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
λεόπαρδος
λεπαδεύομαι
λεπαδνιστήρ
λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
View word page
λεοντόχλαινος
clad in a lion's skin

ShortDef

clad in a lion's skin

Debugging

Headword:
λεοντόχλαινος
Headword (normalized):
λεοντόχλαινος
Headword (normalized/stripped):
λεοντοχλαινος
IDX:
52529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52530
Key:

Data

{'content': "clad in a lion's skin"}