Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφίπολος
ἀμφιπονέομαι
ἀμφιπορφύρεος
ἀμφιποτάομαι
ἄμφιπποι
ἀμφιπρόστυλος
ἀμφιπρόσωπος
ἀμφίπρυμνος
ἀμφίπρῳρος
ἀμφιπτύσσομαι
ἀμφιπτυχή
ἀμφίπυλος
ἀμφίπυρος
ἀμφιριφές
ἀμφιρρεπής
ἀμφιρρήγνυμι
ἀμφίρροπος
ἀμφιρρώξ
ἀμφίρυτος
Ἀμφιρώ
ἀμφίς
View word page
ἀμφιπτυχή
a folding round, embrace

ShortDef

a folding round, embrace

Debugging

Headword:
ἀμφιπτυχή
Headword (normalized):
ἀμφιπτυχή
Headword (normalized/stripped):
αμφιπτυχη
IDX:
5252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5253
Key:

Data

{'content': 'a folding round, embrace'}