Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεοντοκόμος
λεοντόκρουνον
λεοντομάχος
λεοντομιγής
λεοντόμορφος
λεοντομύρμηξ
λεοντοπέταλον
λεοντόπους
λεοντοπρόσωπος
λεοντοτροφία
λεοντοῦχος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντόχορτος
λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
λεόπαρδος
λεπαδεύομαι
View word page
λεοντοῦχος
holding a lion

ShortDef

holding a lion

Debugging

Headword:
λεοντοῦχος
Headword (normalized):
λεοντοῦχος
Headword (normalized/stripped):
λεοντουχος
IDX:
52525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52526
Key:

Data

{'content': 'holding a lion'}