Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεοντοειδής
λεοντοκέφαλος
λεοντοκόμος
λεοντόκρουνον
λεοντομάχος
λεοντομιγής
λεοντόμορφος
λεοντομύρμηξ
λεοντοπέταλον
λεοντόπους
λεοντοπρόσωπος
λεοντοτροφία
λεοντοῦχος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχλαινος
λεοντόχορτος
λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
View word page
λεοντοπρόσωπος
lion-faced

ShortDef

lion-faced

Debugging

Headword:
λεοντοπρόσωπος
Headword (normalized):
λεοντοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
λεοντοπροσωπος
IDX:
52523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52524
Key:

Data

{'content': 'lion-faced'}