Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεοντίς
λεοντοβάμων
λεοντόβασις
λεοντόβοτος
λεοντοβότος
λεοντοδάμας
λεοντοδέρης
λεοντόδιφρος
λεοντοειδής
λεοντοκέφαλος
λεοντοκόμος
λεοντόκρουνον
λεοντομάχος
λεοντομιγής
λεοντόμορφος
λεοντομύρμηξ
λεοντοπέταλον
λεοντόπους
λεοντοπρόσωπος
λεοντοτροφία
λεοντοῦχος
View word page
λεοντοκόμος
tending

ShortDef

tending

Debugging

Headword:
λεοντοκόμος
Headword (normalized):
λεοντοκόμος
Headword (normalized/stripped):
λεοντοκομος
IDX:
52515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52516
Key:

Data

{'content': 'tending'}