Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμφιπολία
Ἀμφίπολις
ἀμφίπολις
ἀμφίπολος
ἀμφιπονέομαι
ἀμφιπορφύρεος
ἀμφιποτάομαι
ἄμφιπποι
ἀμφιπρόστυλος
ἀμφιπρόσωπος
ἀμφίπρυμνος
ἀμφίπρῳρος
ἀμφιπτύσσομαι
ἀμφιπτυχή
ἀμφίπυλος
ἀμφίπυρος
ἀμφιριφές
ἀμφιρρεπής
ἀμφιρρήγνυμι
ἀμφίρροπος
ἀμφιρρώξ
View word page
ἀμφίπρυμνος
with two sterns
ShortDef
with two sterns
Debugging
Headword:
ἀμφίπρυμνος
Headword (normalized):
ἀμφίπρυμνος
Headword (normalized/stripped):
αμφιπρυμνος
IDX:
5249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5250
Key:
Data
{'content': 'with two sterns'}