Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
ἀγκών
ἀγκωνίζω
ἀγκώνιον
View word page
ἀγκύρισμα
hook

ShortDef

hook

Debugging

Headword:
ἀγκύρισμα
Headword (normalized):
ἀγκύρισμα
Headword (normalized/stripped):
αγκυρισμα
IDX:
524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-525
Key:

Data

{'content': 'hook'}