Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεμφώδης
Λέντλος
λεξιθηρέω
λεξικογράφος
λεξικός
λέξις
Λεξιφάνης
λεοντάγχης
λεοντέη
λεοντεία
λεόντειος
λεόντεος
Λεοντεύς
λεοντηδόν
Λεοντιάδης
λεοντιανός
λεοντίασις
λεοντιάω
λεοντιδεύς
λεοντικός
Λεοντῖνοι
View word page
λεόντειος
of a lion
ShortDef
of a lion
Debugging
Headword:
λεόντειος
Headword (normalized):
λεόντειος
Headword (normalized/stripped):
λεοντειος
IDX:
52491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52492
Key:
Data
{'content': 'of a lion'}