Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λέμφος
λεμφυφαντής
λεμφώδης
Λέντλος
λεξιθηρέω
λεξικογράφος
λεξικός
λέξις
Λεξιφάνης
λεοντάγχης
λεοντέη
λεοντεία
λεόντειος
λεόντεος
Λεοντεύς
λεοντηδόν
Λεοντιάδης
λεοντιανός
λεοντίασις
λεοντιάω
λεοντιδεύς
View word page
λεοντέη
a lion's skin

ShortDef

a lion's skin

Debugging

Headword:
λεοντέη
Headword (normalized):
λεοντέη
Headword (normalized/stripped):
λεοντεη
IDX:
52489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52490
Key:

Data

{'content': "a lion's skin"}