Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφιπολέω
ἀμφιπολία
Ἀμφίπολις
ἀμφίπολις
ἀμφίπολος
ἀμφιπονέομαι
ἀμφιπορφύρεος
ἀμφιποτάομαι
ἄμφιπποι
ἀμφιπρόστυλος
ἀμφιπρόσωπος
ἀμφίπρυμνος
ἀμφίπρῳρος
ἀμφιπτύσσομαι
ἀμφιπτυχή
ἀμφίπυλος
ἀμφίπυρος
ἀμφιριφές
ἀμφιρρεπής
ἀμφιρρήγνυμι
ἀμφίρροπος
View word page
ἀμφιπρόσωπος
double-faced

ShortDef

double-faced

Debugging

Headword:
ἀμφιπρόσωπος
Headword (normalized):
ἀμφιπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
αμφιπροσωπος
IDX:
5248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5249
Key:

Data

{'content': 'double-faced'}