Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λέμνα
λέμφος
λεμφυφαντής
λεμφώδης
Λέντλος
λεξιθηρέω
λεξικογράφος
λεξικός
λέξις
Λεξιφάνης
λεοντάγχης
λεοντέη
λεοντεία
λεόντειος
λεόντεος
Λεοντεύς
λεοντηδόν
Λεοντιάδης
λεοντιανός
λεοντίασις
λεοντιάω
View word page
λεοντάγχης
lion-strangling
ShortDef
lion-strangling
Debugging
Headword:
λεοντάγχης
Headword (normalized):
λεοντάγχης
Headword (normalized/stripped):
λεονταγχης
IDX:
52488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52489
Key:
Data
{'content': 'lion-strangling'}