Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεμβαρχέω
λέμβος
λεμβώδης
λέμμα
λέμνα
λέμφος
λεμφυφαντής
λεμφώδης
Λέντλος
λεξιθηρέω
λεξικογράφος
λεξικός
λέξις
Λεξιφάνης
λεοντάγχης
λεοντέη
λεοντεία
λεόντειος
λεόντεος
Λεοντεύς
λεοντηδόν
View word page
λεξικογράφος
lexicographer
ShortDef
lexicographer
Debugging
Headword:
λεξικογράφος
Headword (normalized):
λεξικογράφος
Headword (normalized/stripped):
λεξικογραφος
IDX:
52484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52485
Key:
Data
{'content': 'lexicographer'}