Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λελυμένως
λεμβαρχέω
λέμβος
λεμβώδης
λέμμα
λέμνα
λέμφος
λεμφυφαντής
λεμφώδης
Λέντλος
λεξιθηρέω
λεξικογράφος
λεξικός
λέξις
Λεξιφάνης
λεοντάγχης
λεοντέη
λεοντεία
λεόντειος
λεόντεος
Λεοντεύς
View word page
λεξιθηρέω
hunt after words

ShortDef

hunt after words

Debugging

Headword:
λεξιθηρέω
Headword (normalized):
λεξιθηρέω
Headword (normalized/stripped):
λεξιθηρεω
IDX:
52483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52484
Key:

Data

{'content': 'hunt after words'}