Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λελογισμένως
λελυμένως
λεμβαρχέω
λέμβος
λεμβώδης
λέμμα
λέμνα
λέμφος
λεμφυφαντής
λεμφώδης
Λέντλος
λεξιθηρέω
λεξικογράφος
λεξικός
λέξις
Λεξιφάνης
λεοντάγχης
λεοντέη
λεοντεία
λεόντειος
λεόντεος
View word page
Λέντλος
Lentulus

ShortDef

Lentulus

Debugging

Headword:
Λέντλος
Headword (normalized):
λέντλος
Headword (normalized/stripped):
λεντλος
IDX:
52482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52483
Key:

Data

{'content': 'Lentulus'}