Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελυμένως
λεμβαρχέω
λέμβος
λεμβώδης
λέμμα
λέμνα
λέμφος
λεμφυφαντής
λεμφώδης
Λέντλος
λεξιθηρέω
λεξικογράφος
λεξικός
λέξις
Λεξιφάνης
λεοντάγχης
λεοντέη
λεοντεία
View word page
λεμφυφαντής
towel-weaver
ShortDef
towel-weaver
Debugging
Headword:
λεμφυφαντής
Headword (normalized):
λεμφυφαντής
Headword (normalized/stripped):
λεμφυφαντης
IDX:
52480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52481
Key:
Data
{'content': 'towel-weaver'}