Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεληθότως
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελυμένως
λεμβαρχέω
λέμβος
λεμβώδης
λέμμα
λέμνα
λέμφος
λεμφυφαντής
λεμφώδης
Λέντλος
λεξιθηρέω
λεξικογράφος
λεξικός
λέξις
Λεξιφάνης
λεοντάγχης
λεοντέη
View word page
λέμφος
putrescent carcasses

ShortDef

putrescent carcasses

Debugging

Headword:
λέμφος
Headword (normalized):
λέμφος
Headword (normalized/stripped):
λεμφος
IDX:
52479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52480
Key:

Data

{'content': 'putrescent carcasses'}