Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεκτροχαρής
Λέλεγες
λεληθότως
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελυμένως
λεμβαρχέω
λέμβος
λεμβώδης
λέμμα
λέμνα
λέμφος
λεμφυφαντής
λεμφώδης
Λέντλος
λεξιθηρέω
λεξικογράφος
λεξικός
λέξις
Λεξιφάνης
View word page
λέμμα
that which is peeled off, peel, husk, skin, scale

ShortDef

that which is peeled off, peel, husk, skin, scale

Debugging

Headword:
λέμμα
Headword (normalized):
λέμμα
Headword (normalized/stripped):
λεμμα
IDX:
52477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52478
Key:

Data

{'content': 'that which is peeled off, peel, husk, skin, scale'}