Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεκτός
Λέκτος
λέκτρον
λεκτροχαρής
Λέλεγες
λεληθότως
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελυμένως
λεμβαρχέω
λέμβος
λεμβώδης
λέμμα
λέμνα
λέμφος
λεμφυφαντής
λεμφώδης
Λέντλος
λεξιθηρέω
λεξικογράφος
View word page
λεμβαρχέω
command a λέμβος

ShortDef

command a λέμβος

Debugging

Headword:
λεμβαρχέω
Headword (normalized):
λεμβαρχέω
Headword (normalized/stripped):
λεμβαρχεω
IDX:
52474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52475
Key:

Data

{'content': 'command a λέμβος'}