Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεκτικός
λεκτίς
Λεκτόν
λεκτός
Λέκτος
λέκτρον
λεκτροχαρής
Λέλεγες
λεληθότως
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελυμένως
λεμβαρχέω
λέμβος
λεμβώδης
λέμμα
λέμνα
λέμφος
λεμφυφαντής
λεμφώδης
View word page
λελικκός
fish

ShortDef

fish

Debugging

Headword:
λελικκός
Headword (normalized):
λελικκός
Headword (normalized/stripped):
λελικκος
IDX:
52471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52472
Key:

Data

{'content': 'fish'}