Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
Λεκτόν
λεκτός
Λέκτος
λέκτρον
λεκτροχαρής
Λέλεγες
λεληθότως
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελυμένως
λεμβαρχέω
λέμβος
λεμβώδης
λέμμα
λέμνα
λέμφος
λεμφυφαντής
View word page
λελίημαι
to strive eagerly

ShortDef

to strive eagerly

Debugging

Headword:
λελίημαι
Headword (normalized):
λελίημαι
Headword (normalized/stripped):
λελιημαι
IDX:
52470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52471
Key:

Data

{'content': 'to strive eagerly'}