Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λέκτης
λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
Λεκτόν
λεκτός
Λέκτος
λέκτρον
λεκτροχαρής
Λέλεγες
λεληθότως
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελυμένως
λεμβαρχέω
λέμβος
λεμβώδης
λέμμα
λέμνα
λέμφος
View word page
λεληθότως
imperceptibly

ShortDef

imperceptibly

Debugging

Headword:
λεληθότως
Headword (normalized):
λεληθότως
Headword (normalized/stripped):
λεληθοτως
IDX:
52469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52470
Key:

Data

{'content': 'imperceptibly'}