Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεκιθώδης
λέκος
λεκτέος
λέκτης
λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
Λεκτόν
λεκτός
Λέκτος
λέκτρον
λεκτροχαρής
Λέλεγες
λεληθότως
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελυμένως
λεμβαρχέω
λέμβος
λεμβώδης
View word page
λέκτρον
a couch, bed

ShortDef

a couch, bed

Debugging

Headword:
λέκτρον
Headword (normalized):
λέκτρον
Headword (normalized/stripped):
λεκτρον
IDX:
52466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52467
Key:

Data

{'content': 'a couch, bed'}