Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λέκιθος
λέκιθος2
λεκιθώδης
λέκος
λεκτέος
λέκτης
λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
Λεκτόν
λεκτός
Λέκτος
λέκτρον
λεκτροχαρής
Λέλεγες
λεληθότως
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελυμένως
λεμβαρχέω
View word page
λεκτός
gathered, chosen, picked out
ShortDef
gathered, chosen, picked out
Debugging
Headword:
λεκτός
Headword (normalized):
λεκτός
Headword (normalized/stripped):
λεκτος
IDX:
52464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52465
Key:
Data
{'content': 'gathered, chosen, picked out'}