Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκιθος2
λεκιθώδης
λέκος
λεκτέος
λέκτης
λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
Λεκτόν
λεκτός
Λέκτος
λέκτρον
λεκτροχαρής
Λέλεγες
λεληθότως
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελυμένως
View word page
Λεκτόν
Lectum
ShortDef
Lectum
Debugging
Headword:
Λεκτόν
Headword (normalized):
λεκτόν
Headword (normalized/stripped):
λεκτον
IDX:
52463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52464
Key:
Data
{'content': 'Lectum'}