Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεκιθίτης
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκιθος2
λεκιθώδης
λέκος
λεκτέος
λέκτης
λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
Λεκτόν
λεκτός
Λέκτος
λέκτρον
λεκτροχαρής
Λέλεγες
λεληθότως
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
View word page
λεκτίς
litter

ShortDef

litter

Debugging

Headword:
λεκτίς
Headword (normalized):
λεκτίς
Headword (normalized/stripped):
λεκτις
IDX:
52462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52463
Key:

Data

{'content': 'litter'}