Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεκίθιον
λεκιθίτης
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκιθος2
λεκιθώδης
λέκος
λεκτέος
λέκτης
λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
Λεκτόν
λεκτός
Λέκτος
λέκτρον
λεκτροχαρής
Λέλεγες
λεληθότως
λελίημαι
λελικκός
View word page
λεκτικός
able to speak

ShortDef

able to speak

Debugging

Headword:
λεκτικός
Headword (normalized):
λεκτικός
Headword (normalized/stripped):
λεκτικος
IDX:
52461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52462
Key:

Data

{'content': 'able to speak'}