Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεκάριον
λεκίθιον
λεκιθίτης
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκιθος2
λεκιθώδης
λέκος
λεκτέος
λέκτης
λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
Λεκτόν
λεκτός
Λέκτος
λέκτρον
λεκτροχαρής
Λέλεγες
λεληθότως
λελίημαι
View word page
λεκτίκιον
lectica, litter

ShortDef

lectica, litter

Debugging

Headword:
λεκτίκιον
Headword (normalized):
λεκτίκιον
Headword (normalized/stripped):
λεκτικιον
IDX:
52460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52461
Key:

Data

{'content': 'lectica, litter'}