Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεκανόμαντις
λεκανόπωλις
λέκανος
λεκανοσκοπία
λεκάριον
λεκίθιον
λεκιθίτης
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκιθος2
λεκιθώδης
λέκος
λεκτέος
λέκτης
λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
Λεκτόν
λεκτός
Λέκτος
λέκτρον
View word page
λεκιθώδης
yolk-coloured
ShortDef
yolk-coloured
Debugging
Headword:
λεκιθώδης
Headword (normalized):
λεκιθώδης
Headword (normalized/stripped):
λεκιθωδης
IDX:
52456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52457
Key:
Data
{'content': 'yolk-coloured'}