Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειχηνικός
λειχηνώδης
λειχήνωρ
λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
λειψεδαφία
λεῖψις
λειψιφαής
λειψιφωτέω
λειψίφωτος
λειψόθριξ
λειψοσέληνον
λειψυδρία
Λειψύδριον
Λειώδης
λειώδης
Λειώκριτος
λείωμα
λείωσις
View word page
λειψιφωτέω
wane
ShortDef
wane
Debugging
Headword:
λειψιφωτέω
Headword (normalized):
λειψιφωτέω
Headword (normalized/stripped):
λειψιφωτεω
IDX:
52432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52433
Key:
Data
{'content': 'wane'}