Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειχηνιάω
λειχηνικός
λειχηνώδης
λειχήνωρ
λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
λειψεδαφία
λεῖψις
λειψιφαής
λειψιφωτέω
λειψίφωτος
λειψόθριξ
λειψοσέληνον
λειψυδρία
Λειψύδριον
Λειώδης
λειώδης
Λειώκριτος
λείωμα
View word page
λειψιφαής
waning

ShortDef

waning

Debugging

Headword:
λειψιφαής
Headword (normalized):
λειψιφαής
Headword (normalized/stripped):
λειψιφαης
IDX:
52431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52432
Key:

Data

{'content': 'waning'}