Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειτουργός
λείτωρ
λειχήν
λειχηνιάω
λειχηνικός
λειχηνώδης
λειχήνωρ
λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
λειψεδαφία
λεῖψις
λειψιφαής
λειψιφωτέω
λειψίφωτος
λειψόθριξ
λειψοσέληνον
λειψυδρία
Λειψύδριον
Λειώδης
View word page
λείψανον
a piece left, wreck, remnant, relic

ShortDef

a piece left, wreck, remnant, relic

Debugging

Headword:
λείψανον
Headword (normalized):
λείψανον
Headword (normalized/stripped):
λειψανον
IDX:
52428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52429
Key:

Data

{'content': 'a piece left, wreck, remnant, relic'}