Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειτουργικός
λειτούργιον
λειτουργός
λείτωρ
λειχήν
λειχηνιάω
λειχηνικός
λειχηνώδης
λειχήνωρ
λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
λειψεδαφία
λεῖψις
λειψιφαής
λειψιφωτέω
λειψίφωτος
λειψόθριξ
λειψοσέληνον
λειψυδρία
View word page
λείχω
to lick up
ShortDef
to lick up
Debugging
Headword:
λείχω
Headword (normalized):
λείχω
Headword (normalized/stripped):
λειχω
IDX:
52426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52427
Key:
Data
{'content': 'to lick up'}